υπόβαθρο

υπόβαθρο
το / ὑπόβαθρον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. στήριγμα, υποστήριγμα, στυλοβάτης, βάση πάνω στην οποία στηρίζεται μια κατασκευή ή ένα φυσικό ή τεχνητό σύστημα
2. (γεωλ.-πετρογρ.) το στερεό πέτρωμα που βρίσκεται κάτω από άμμους, ιλύ, αργίλους ή άλλα χαλαρά ιζήματα, αλλ. πέτρωμα υποβάθρου
3. μτφ. α) τα προτερήματα και οι ικανότητες που χαρακτηρίζουν την συγκρότηση ενός ανθρώπου (α. «άνθρωπος χωρίς υπόβαθρο» β. «δικαστικός με στέρεο ηθικό και επιστημονικό υπόβαθρο»)
β) οι φυσικές, σωματικές ή υλικές συνθήκες που αποτελούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο το άτομο θεωρεί κάτι ή έχει την εμπειρία από κάτι
γ) οι συνθήκες, καταστάσεις, ιδέες και τα γεγονότα που βρίσκονται σε πρότερη αιτιακή ή στενή σχέση με οποιοδήποτε φαινόμενο ή ανάπτυξη
δ) τεκμηριωμένη ή περιστασιακή πληροφορία που είναι ουσιώδης για την πλήρη κατανόηση ενός προβλήματος ή μιας κατάστασης
ε) οι περιβαλλοντικές συνθήκες ή καταστάσεις, ιδιαίτερα τής παιδικής και νεανικής ηλικίας που συγκροτούν ή συμβάλλουν στην διαμόρφωση τού χαρακτήρα, τής προσωπικότητας και τής πολιτιστικής κατάρτισης ενός ατόμου
στ) ο τομέας ή οι τομείς τής παρελθούσας εμπειρίας ή συγκέντρωσης γνώσεων, λ.χ. κατά την εκπαίδευση ή την επαγγελματική απασχόληση
ζ) η συνέχεια, το πλαίσιο, το φόντο που υπάρχει κάτω από τα γεγονότα τής λογοτεχνικής, καλλιτεχνικής, πολιτιστικής ζωής
μσν.-αρχ.
μικρό σκαλοπάτι, σκαλάκι
αρχ.
1. υποπόδιο, σκαμνάκι για τα πόδια
2. ο ξύλινος σκελετός στον οποίο στηρίζεται το ανάκλιντρο
3. η τρόπιδα, η καρίνα τού πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. ὑπόβαθρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπόβαθρο — το βάθρο ή στήριγμα κάτω από κάτι, υποστήριγμα, θεμέλιο, στυλοβάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • τανυκρήπις — ιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει ψηλή βάση, ψηλό υπόβαθρο μσν. αυτός που φορεί μεγάλα ή ψηλά υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + κρηπίς, ῖδος «υπόβαθρο»] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • ζωγραφική — Κάθε δισδιάστατη επιφάνεια, πάνω στην οποία ο άνθρωπος εκφράζεται σχηματίζοντας διάφορα σημεία ή παραθέτοντας χρώματα ή δημιουργώντας αντιθέσεις φωτεινών και σκοτεινών τόνων με την τεχνική της νωπογραφίας, της τέμπερας, της υδατογραφίας… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”